Η ελυτροπεριτοναϊκή απόφυση(πτυχή) αποτελεί ένα κανάλι επικοινωνίας μεταξύ περιτοναϊκής κοιλότητας(κοιλιάς) και οσχέου. Η ελυτροπεριτοναϊκή απόφυση κλείνει κατά την γέννηση σ’ένα ποσοστό 40% και στο τέλος του πρώτου χρόνου της ζωής στο 60% των παιδιών (Α). Σε ένα περίπου 15-20% των υγειών ενηλίκων θα παραμείνει ανοικτή ως μια ασυμπτωματική κατάσταση. Σε περίπτωση παραμονής ανοικτής ελυτροπεριτοναϊκής απόφυσης μπορεί να δημιουργηθεί :

  • Βουβωνοκήλη: προβολή σπλάγχνου (συνήθως εντέρου) στη βουβωνική χώρα, διαμέσω του παραμένοντος ανοικτού κεντρικού μέρους της (σάκος κήλης) με εξάλειψη του περιφερικού μέρους (Γ). Σε περίπτωση μη εξάλειψης και του περιφερικού μέρους της ελυτροπεριτοναϊκής απόφυσης δημιουργείται οσχεοβουβωνοκήλη με το περιεχόμενο της κήλης να προβάλει ως τον όρχη (Δ).
  • Υδροκήλη: ανοικτή παραμονή καθ’όλο το μήκος της, μικρής ώμος διαμέτρου που επιτρέπει την κάθοδο μόνο υγρού από την κοιλιά το οποίο συγκεντρώνεται γύρω από τον όρχη (Β).
  • Κύστη τόνου: εξάλειψη της απόφυσης περιφερικά με παραμονή κοιλότητας με υγρό στο μέσο της, που μπορεί και να επικοινωνεί κεντρικά με την κοιλιά (Ε).

Οι καταστάσεις αυτές εκδηλώνονται στις περισσότερες περιπτώσεις σαν ασυμπτωματικές περιοδικής εμφάνισης, και λιγότερα συχνά ως μόνιμες, διογκώσεις της βουβωνικής χώρας και/ή του οσχέου που γίνονται αντιληπτές από τους γονείς. Η υδροκήλη συχνά υποστρέφει εντός του πρώτου χρόνου της ζωής του παιδιού. Αν δεν υποστραφεί αποτελεί μια εν δυνάμει βουβωνοκήλη. Αντίστοιχα στα κορίτσια μπορεί να δημιουργηθεί βουβωνοκήλη και κύστη του βουβωνικού πόρου, που προβάλουν ως διογκώσεις της βουβωνικής χώρας επεκτεινόμενες ως και τα μεγάλα χείλη των έξω γεννητικών οργάνων.

Η βουβωνοκήλη παρουσιάζεται σε ένα ποσοστό 1-5% του γενικού παιδικού πληθυσμού, με την συχνότητα να φτάνει στα πρόωρα νεογνά και το 30%. Είναι πιο συχνή στα αγόρια (αγόρια/κορίτσια=6-10/1). Σε ποσοστό 60% εμφανίζεται δεξιά, στο 30% αριστερά, ενώ στο 10% είναι αμφοτερόπλευρη. Σε ένα ποσοστό 12-15% των παιδιών με βουβωνοκήλη ελοχεύει ο κίνδυνος της περίσφιξης, που φτάνει σε ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό του 30% στα παιδιά ηλικίας <12 μηνών. Το παιδί με σημειολογία περισφιγμένης βουβωνοκήλης είναι ανήσυχο με επώδυνη εξέρυθρη ή μη διόγκωση της οσχεοβουβωνικής χώρας και μπορεί να εμφανίσει εμέτους με την πάροδο του χρόνου. Η ανάγκη παιδοχειρουργικής αντιμετώπισης αυτής της οξείας κατάστασης είναι άμεση και επείγουσα.

H θεραπευτική αντιμετώπιση της βουβωνοκήλης είναι πάντα χειρουργική εντός εύλογου χρονικού διαστήματος σχετικά σύντομου από την διάγνωση. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στα κορίτσια με βουβωνοκήλη μια και η πιθανή προβολή ωοθήκης ως περιεχόμενο του κηλικού σάκου συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο ασυμπτωματικής περίσφυξής της σε σχετική καθυστέρηση χειρουργικής αντιμετώπισης. Η υδροκήλη έχει ένδειξη χειρουργικής διόρθωσης εάν παραμείνει πέραν του ενός έτους ή εμφανιστεί μετά το πρώτο έτος της ζωής. Γενικά η αποκατάσταση της υδροκήλης πραγματοποιείται περί του δεύτερου έτους ηλικίας του παιδιού.